Ἀποίκου

Ἀποίκου
Ἄποικος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀποίκου — ἄποικος away from home masc/fem/neut gen sg ἀποί̱κου , ἀφικνέομαι arrive at aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) ἀποίκου , ἀφικνέομαι arrive at aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κούπερ, Τζέιμς Φένιμορ — (James Fenimore Cooper, Μπάρλινγκτον, Νιου Τζέρσεϊ 1789 – Κούπερσταουν, Νέα Υόρκη 1851). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος μεγαλοκτηματία αποίκου των δυτικών περιοχών, ο Κ. μεγάλωσε σε επαφή με την παρθένα φύση που τη μεταμόρφωσαν οι πρωτοπόροι και με… …   Dictionary of Greek

  • Μπράουνινγκ-Μπάρετ, Ελίζαμπεθ — (Elisabeth Browning Barrett, Ντάραμ 1806 – Φλωρεντία 1861). Αγγλίδα ποιήτρια. Κόρη πλούσιου άποικου των Δυτικών Ινδιών, η Μ. Μ. άρχισε να διαβάζει τον Όμηρο στο πρωτότυπο σε ηλικία οκτώ ετών και στα έντεκα έγραψε το πρώτο της επικό ποίημα, Η μάχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”